τιμίω

τιμίω
τίμιος
valued
masc/neut nom/voc/acc dual
τίμιος
valued
masc/neut gen sg (doric aeolic)
τίμιος
valued
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
τίμιος
valued
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
τῑμίω , τιμάω
honour
pres subj act 1st sg (epic doric ionic)
τῑμίω , τιμάω
honour
pres ind act 1st sg (epic doric ionic)
τιμέω
pres subj act 1st sg (doric)
τιμέω
pres ind act 1st sg (doric)
τιμιόω
hold in honour
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
τιμιόω
hold in honour
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τιμιώ — όω, Α [τίμιος] έχω κάποιον σε τιμή, σε υπόληψη, εκτιμώ, υπολήπτομαι …   Dictionary of Greek

  • τιμίῳ — τίμιος valued masc/neut dat sg τίμιος valued masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμίωι — τιμίῳ , τίμιος valued masc/neut dat sg τιμίῳ , τίμιος valued masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγοράζω — (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω] 1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι») 2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής… …   Dictionary of Greek

  • χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”